Δευτέρα 19 Ιανουαρίου 2009

Κείμενο: Λάμπης Σιδηρόπουλος



Με συναρπάζει και με καθηλώνει ο ποιητικός λόγος της κας Βλαχάκη: σε μια σελίδα 3 αράδες και μετά με υποχρεώνει να σταματήσω για να σκεφτώ και να γράψω και να ζωγραφήσω ή και να σχεδιάσω στην υπόλοιπη σελίδα.  Όταν λοιπόν πήρα στα χέρια μου το «Σιλάνς Σιλβουπλέ» σκέφτηκα «επιτέλους θα διαβάσω κάτι χωρίς να σκέφτομαι και να σχεδιάζω εγώ, κάτι δικό της ολότελα».  Αλλά βιάστηκα να ξεκουραστώ διότι ανακάλυψα πως πάλι υπάρχουν διαθέσιμες σελίδες να γράψω και να σχεδιάσω πάλι για μένα και αυτή τη φορά και για τη ζωή όσων άλλων μου το ζητούν.  Διότι το «Σιλάνς Σιλβουπλέ» αφορά όλα τα παιδιά, αφορά όλους μας.  Είναι σκέψεις, εξομολογήσεις, εκθέσεις που άντεξαν σε τόσους χειμώνες (8) ... γι’ αυτό δεν μιλούν μόνο για την συγγραφέα αλλά για όλους.  Ναι, το «Σιλάνς Σιλβουπλέ» θα μπορούσε να είναι ένα πλήρες εγχειρίδιο Συμβουλευτικής Γονέων, η πληρότητα του οποίου εξασφαλίζεται από τον ψίθυρο ενός παιδιού.

Αναρωτήθηκα αν δικαιούμαι εγώ και πως να σχολιάσω αυτό το βιβλίο διότι κινδυνεύω να διαβώ τα όριά μου και τότε αλίμονο μου!  Τολμώ όμως να αναφερθώ σε τρία δυνατά σημεία της διήγησης και να γράψω δύο σημειώσεις στο τέλος.

Στο «Σιλάνς Σιλβουπλέ» βρίσκεις πάντα μόνο την αρχή.  Κάθε κεφάλαιο και μια αρχή, παντού το ξεκίνημα, το νέο.  Κανένα κεφάλαιό του δεν τελειώνει, όλα παραμένουν ανοικτά και εκεί χωρά ο καθένας με το δικό του συμπλήρωμα.  Το τέλος (δηλ. το πέρας, το αποτελεσθέν) δεν έρχεται ποτέ από την κα Βλαχάκη, είναι ένα συνεχές τέλος (δηλ. ολοκλήρωση, τελειώνεσθαι) από τον καθένα.

Το «Σιλάνς Σιλβουπλέ» είναι η συλλογή μεγάλων στην ουσία αυτοτελών ιστοριών, γραμμένες σε λίγες αράδες η καθεμιά.  Κάθε φορά δε που σταματά μια ιστορία, ακούγεται η φωνή της συγγραφέως να λέει:  «τώρα συνέχισε εσύ, βάλε τις δικές σου αναμνήσεις, τις δικές σου επιθυμίες, κάνε δική σου τη διήγηση ... έλα ας περπατήσουμε μαζί ...»  και το «Σιλάνς Σιλβουπλέ» γίνεται κατ’ αυτόν τον τρόπο ένα συνεχές σχετίζεσθαι...

Εδώ βρίσκεται η δύναμη της Σιλάνς:  στα κενά της ... «Ξεκάρφωτα» κείμενα (επιμελώς ή απρόσμενα ουδόλως έχει σημασία) δομημένα σε ένα όλον.  Και μετά ο αναγνώστης αφήνεται μόνος του να περπατήσει στα ενδιάμεσα των διηγήσεων και να συμπληρώσει τα κενά του όπως ο ίδιος το έχει ανάγκη με τη δική του αντίληψη, τις δικές του εικόνες κι εμπειρίες, τις δικές του φαντασιώσεις και επιθυμίες, φθάνοντας στα ενδότερα του εαυτού.  Με αυτό δε τον τρόπο ησυχάζει από τις δικές του σκιές, τη βοή και τα μυστικά του ... Αφήνεται στην αφέλειά του κοριτσιού, στην ανεμελιά, την αθωότητα και την αδυναμία της (πόσο ισχυρή όμως είναι αυτή η αδυναμία!) για να του κινητοποιήσει τη φαντασία του, τον αυθορμητισμό και τη δημιουργικότητά του:  ελεύθερος πια να σκεφθεί τα εαυτού και να ορίσει την μοίρα του.

Γι’ αυτό τον λόγο ο αρχικός αιφνιδιασμός ή και η απογοήτευση του «κομματιαστού» (αποσπασματικού) λόγου γίνεται σταδιακά ουσία στην σκέψη του αναγνώστη, αυτό δηλαδή που του λείπει, αυτό που δεν μπορεί και δεν αντέχει ο ίδιος να σκεφτεί.  Αφήνεται στο κορίτσι της κας Βλαχάκη να τον μεγαλώσει ... κι η αφήγησή της γίνεται συναρπαστική και δεν την αφήνει έως ότου φτάσει στο τέλος της ιστορίας, της δικής του ιστορίας ... προφητευόμενο και καθοριζόμενο στη ζωή του.

Με αυτόν τον τρόπο ο αναγνώστης παύει να είναι απλώς αναγνώστης, γίνεται συνομιλητής, συνοδοιπόρος, σύντροφος:  ταυτίζεται με το κορίτσι στην προσωπική του αναζήτηση με ασφάλεια όμως, διότι λέει : «αφού αυτή μπορεί να το κάνει άρα κι εγώ θα φτάσω στο τέλος, στην πληρότητα και την αφθονία».  Εδώ βρίσκεται λοιπόν η ελπίδα που ενσταλάσσει η διήγηση:  η συγγραφέας, με τον τρόπο που γράφει – αυθόρμητο ή επιτηδευμένο δεν έχει απολύτως καμία σημασία – δίνει την ευκαιρία για ελπίδα, για ίαση του πληγωμένου εαυτού.

Η επιβαλλόμενη Σιλάνς παραμένει σιωπή όσο εν τέλει το ορίζει ο ίδιος ο άνθρωπος.  Διότι η Σιλάνς μπορεί να επιβληθεί μόνο στην εκφορά του λόγου όχι όμως και στη δημιουργία του.  Εκεί ο λόγος είναι ζωντανός, κινητικός, δημιουργικός, ωριμάζει κι έρχεται η στιγμή που μπορεί να αρθρωθεί με τον τρόπο του καθενός:  να γίνει μιζέρια, κλάμα, οργή ή καταγγελία για τον άλλο και τα άλλα ή να γίνει ελπίδα, συγχώρεση, ίαση και δημιουργία.  Η μιζέρια στη ζωή ή η ζωή εν αφθονία εναπόκειται στον καθένα, το επιλέγει ο καθένας.  Αυτό όμως που δεν μπορεί να επιλέξει είναι ο τρόπος που αυτό θα γίνει.  Σε αυτό δε το σημείο βρίσκεται η άλλη δύναμη της διήγησης:  το κορίτσι βιώνει το τραγικό τότε (αρρώστια, θάνατος, τρόμος, ορφάνια) στο φρικτό τώρα (σκιές, βοή, μυστικά).  Κι αντέχει ...

Δεν θέλει να λησμονήσει, θέλει να θυμάται κι αναπολεί ενώ οι κοντινοί της άλλοι (γονείς) θέλουν να ξεχάσει και να ξεχάσουν κι αυτοί και πολλά προσπαθούν ...  Κι αντέχει διότι μπορεί το τραγικό του εσωτερικού της κόσμου (στέρηση, φόβος, απώλεια, εγκατάλειψη) να το προβάλει στο τραγικότερο του εξωτερικού της κόσμου (αναπηρία, θάνατος, φτώχια, βάσανα, καβγάδες, πείνα, ορφάνια, αυτοκτονίες, δαιμονισμένοι, προκαταλήψεις, ματιάσματα, δογματισμοί, καθωσπρεπισμοί, καρκίνος κτλ.) κι ενίοτε το προβάλλει με ανατριχιαστικές λεπτομέρειες αλλά πάντα με τόλμη.  Μόνο όταν δούμε την φιγούρα του κοριτσιού στο φόντο του χωριού, μόνο τότε θα μπορέσουμε να συναισθανθούμε τη ζωή της και να αντιληφθούμε το γίγνεσθαι της κοινότητας.  Μόνο συνθέτοντάς τα, μπορούμε να μάθουμε, μόνο έτσι μπορούμε να μαθαίνουμε. 

Και τελικά τι μένει μετά από αυτό το καθρέφτισμα;  Μένει η πραγματικότητά της:  το παιχνίδι με τη φούστα της μαμάς κι η αγκαλιά της, το μανουσάκι το πιο όμορφο λουλούδι, η αραπίνα το πρώτο της παιχνίδι, οι ξυλιές της μαμάς, το αγαπημένο της φαγητό, η τσουλήθρα, η χιονισμένη μέρα, το καβουρντιστήρι της, ο έρωτας.  Ένα συνεχές καθρέφτισμα του μέσα στο έξω το οποίο δεν το φοβάται πια διότι μπορεί να αντέχει να είναι έτσι η ζωή της διότι είναι ζωή όλων...  Αυτή η εικόνα του εξωτερικού κόσμου υφαίνει ένα δίχτυ στο οποίο πέφτει κάθε φορά που έρχονται οι σκιές, η βοή, τα μυστικά.  Με αυτό τον τρόπο όμως ζει τη ζωή της μαζί με τους άλλους, δεν της αρέσει αλλά την αντέχει και ωριμάζει.

Έχει δε το κουράγιο να αρθρώσει λόγο πόνου κι ελπίδας συνάμα στον φόβο της οικογένειας «δεν είναι καλό που δεν λέμε την αλήθεια ... τους αγαπώ πολύ και δεν θα φύγω ποτέ από κοντά τους ...» (96).  Κι έχει όλο το δικαίωμα να επιτεθεί σε όλους εκείνους και τους νοηματοδοτημένους «εκείνους» που εξ’ αιτίας τους «οι σκιές κάθονταν όλη νύχτα πάνω στην κοιλιά μου και χοροπηδούσανε» (188).  Η ίδια όμως επιλέγει να ζει.  Η κα Βλαχάκη προτιμά για το κορίτσι της την ωριμότητα σε μια κοινωνία όπου χωρίς αξίες και αρχές ζωής οι πλείστοι αλληλοκαταγγέλλονται για έναν μόνο λόγο, «η δικτατορία τελείωσε, ήρθε η μεταπολίτευση, “εκείνοι” έγιναν ήρωες, εγώ παντρεμένη με παιδιά, οι γονείς μου αναπαύθηκαν».

Έχουμε εν τω μεταξύ καταδυθεί εν τω βάθει της ψυχής μας.  Το βλέμμα μας αναζητά διέξοδο στον καθρέφτη, τον δικό μας πια καθρέφτη.  Αρχίζουμε και δεχόμαστε την ιστορία μας ... Αίφνης όμως, αίφνης το κορίτσι γίνεται δεσποινιδούλα, ερωτεύεται, παντρεύεται και πριν προλάβουμε να συνέλθουμε, μας αποχαιρετά ... Μένουμε αιφνιδιασμένοι, μετέωροι ... το απότομο τέλος της διήγησης μας φέρνει θυμό, απογοήτευση, απελπισία.  Εδώ βρίσκεται μια ακόμη δύναμη στην αφήγηση:  ξαφνικά μένουμε μόνοι, μόνοι με τη δική μας ζωή.  Αντέχουμε;  Λυγίζουμε;  Η επιλογή είναι δική μας ... Η κα Βλαχάκη μας έδωσε την ευκαιρία να ταξιδέψουμε μαζί της μέχρι εδώ, το υπόλοιπο του ταξιδιού είναι δικός μας σχεδιασμός.  Η ίδια πήρε τον εξής δρόμο «Ολόχαρη φόρεσα το κατάλευκο μεταξωτό φουστάνι, έστρωσα τραπέζι και φώναξα τους ανθρώπους μου να έρθουν να γιορτάσουμε μαζί ετούτη μου τη νίκη.  Μου αποκρίθηκε ο αντίλαλος της φωνής μου και το παλιό εκκρεμές χτύπησε μισή ζωή περασμένη...  Κοίταξα έξω κι είδα στο σκαλοπάτι την άλλη μου μισή ζωή να με περιμένει υπομονετικά.  Αγκαλιαστήκαμε με συγκίνηση!» (234)

Δύο σημειώσεις:

Η Μαρινέλλα Βλαχάκη επιτρέπει στο κορίτσι της να μας οδηγήσει σε τόσους άλλους (γονείς, αδέλφια, γιαγιάδες, γείτονες, συμμαθητές, γνωστούς, αγνώστους, επισκέπτες, αστυνόμους, «εκείνους», τρελούς, αυτόχειρες, ερωτευμένους κ.α.).  Μας δίνει τη δυνατότητα να βυθιστούμε στο βλέμμα τους και να καθρεφτισθούμε στο πρόσωπό τους.  Βεβαίως ο φόβος υπάρχει κι η επιθυμία να αποφύγουμε τέτοιες συναντήσεις υπάρχει.  Επειδή όμως οι μνήμες και η ανάκλησή τους δημιουργούν τις σημερινές σχέσεις  μας, καλούμεθα να σχετισθούμε στην πραγματικότητα όμως αυτή τη φορά με όλους εκείνους τους (θετικούς ή αρνητικούς δεν έχει σημασία) σημαντικούς και μέσω αυτών των βλεμμάτων και περιεργασιών να αναδείξουμε το δικό μας πλέον πραγματικό πρόσωπο κι όχι το προσωπείο που φοράμε και που αρεσκόμεθα να λέμε πως έτσι μας μάθανε/κάνανε, έτσι είναι ο χαρακτήρας μας.  Το κουράγιο για μη τέτοια συνάντηση περισσεύει στη διήγηση κι αυτό το οφείλουμε στη γενναιοδωρία της συγγραφέως.

Η Μαρινέλλα Βλαχάκη θα συνεχίσει επιμελώς να μας οδηγεί στην αναψυχή και την ανάπαυση, διότι μόνο τότε φεύγουν οι σκιές, σταματά η βοή, παύουν τα μυστικά:  στην παραλία, όταν μαγειρεύουν με τους μουσαφίρηδες, όταν δέχεται δώρα και κεράσματα, όταν της απαγγέλλουν Ερωτόκριτο.  Τόσο πολύ της αρέσει που αρκεί και μόνο να παρακολουθεί κρυφά το γλέντι, κι ας μην είναι πάντα αληθινές οι χαρές.  « ... έκλαψα γιατί πήγα να σκάσω από την πολλή ευτυχία ... ούτε σκιές, ούτε βοή τόλμησε να με πειράξει για πολλές μέρες ...» (105).  Διότι, το γέλιο, η χαρά και οι γιορτασμοί είναι από τα πολυτιμότερα του ανθρώπου σε αντίθεση με τις σοβαροφανείς φάτσες που περισσότερο καταθλίβουσες είναι παρά πρόσωπα ελευθερίας.  Η επιθυμία για αναψυχή περισσεύει στη διήγηση κι αυτό το οφείλουμε στη γενναιοδωρία της συγγραφέως.

Αν δεν υπάρχει η αναψυχή, αυτή η καθημερινότητα θα είναι στην καλύτερη περίπτωση ενοχλητική, όμως τώρα έχει αξία διότι οδηγεί στην επίλυση.  Κι ο ρεαλισμός της μας ησυχάζει για να μας αφυπνίσει και ήσυχα μας αφυπνίζει.  Όπως το ζητά ο μικρός Βίκτωρ:  «γιαγιά, εσύ να με ξυπνήσεις το πρωί, εσύ με ξυπνάς γλυκά ... (από τους φόβους και τους εφιάλτες της νύχτας ...).

Τώρα το «Σιλάνς Σιλβουπλέ» γίνεται «Σιλάνς Σιλβουπλέ για να ακούσω τους άλλους και να γιορτάσω με τους δικούς μου ...»